μικροαστικός

μικροαστικός
-η, -ό [μικροαστός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μικροαστό ή που είναι χαρακτηριστικός τού μικροαστού («μικροαστική νοοτροπία»)
2. φρ. «μικροαστική τάξη» — κοινωνικό στρώμα που αποτελείται κυρίως από μικροπαραγωγούς εμπορευμάτων, μικρεμπόρους και άλλους μικροεπιχειρηματίες τών πόλεων και τής υπαίθρου και το οποίο κατατάσσεται σε ενδιάμεση θέση μεταξύ τής αστικής τάξης και τής εργατικής τάξης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μικροαστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στους μικροαστούς: Αυτές είναι μικροαστικές συνήθειες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικροαστισμός — ο μικροαστικός χαρακτήρας στάσης, εκδήλωσης, πράξης ή φαινομένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικροαστός + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • Ράαμπε, Βίλχελμ — (Raabe, ψευδώνυμο του Jacob Corvinus, Eσσερσχάουζεν, Χόλτσμιντεν 1831 – Μπράουνσβαϊγκ 1910). Γερμανός συγγραφέας. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Βολφενφμπίτελ και ύστερα πήγε στο Βερολίνο, όπου έγραψε το πρώτο του διήγημα Το χρονικό της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”