- μικροαστικός
- -η, -ό [μικροαστός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μικροαστό ή που είναι χαρακτηριστικός τού μικροαστού («μικροαστική νοοτροπία»)2. φρ. «μικροαστική τάξη» — κοινωνικό στρώμα που αποτελείται κυρίως από μικροπαραγωγούς εμπορευμάτων, μικρεμπόρους και άλλους μικροεπιχειρηματίες τών πόλεων και τής υπαίθρου και το οποίο κατατάσσεται σε ενδιάμεση θέση μεταξύ τής αστικής τάξης και τής εργατικής τάξης.
Dictionary of Greek. 2013.